- αντιστρατοπεδεία
- ἀντιστρατοπεδεία, η (Α)στρατοπέδευση απέναντι σε εχθρικό στρατόπεδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιστρατοπεδείαν — ἀντιστρατοπεδείᾱν , ἀντιστρατοπεδεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)